ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Χριστοδούλου, Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 7233/11
Μεταξύ:
Διέξοδος Λτδ
Ενάγουσα
και
Dan-Form ApS
Εναγoμένης
Ημερομηνία: 14, Απριλίου 2020
Εμφανίσεις:
Για Ενάγουσα: κ. Κυριακόπουλος
Για Εναγόμενη: κα Λοΐζου με κα Χατζηαναστάση για Χάρης Κυριακίδης Δ.Ε.Π.Ε.
----------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Εισαγωγή.
Αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι η αξίωση της Ενάγουσας εναντίον της Εναγόμενης για γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, λόγω πώλησης ελαττωματικού προϊόντος κατά παράβαση ουσιώδους όρου ή εγγυητικής διαβεβαίωσης της σύμβασης ή λόγω αμέλεια της Εναγόμενης ή ζημίας που προέκυψε από ψευδείς παραστάσεις.
Δικογραφημένοι ισχυρισμοί
Είναι καλά θεμελιωμένη αρχή ότι τα δικόγραφα περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε εκείνα τα οποία προσδιορίζονται από τη δικογραφία, δηλαδή την απαίτηση, την υπεράσπιση και την απάντηση όπου υπάρχει. Σχετική είναι η απόφαση Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ 24. Το Δικαστήριο δεν δύναται να προχωρήσει να επιλύσει θέματα, τα οποία δεν αποτέλεσαν μέρος της δικογραφίας. Σχετική είναι η απόφαση Latifundia Properties Ltd ν. Ανδρέα Μιχαήλ Ψάκη (2003) 1 ΑΑΔ 670.
Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι το αστικό αδίκημα της αμέλειας είναι διαφορετικό από το αστικό αδίκημα της παράβασης θέσμιου καθήκοντος και απαιτείται ιδιαίτερη δικογράφηση των λεπτομερειών που αφορούν σε παραβίαση νομίμων καθηκόντων. Ενδεικτικά παραπέμπω στην απόφαση Κώστας Λέντζας ν. Laos Bros Ltd, ECLI:CY:AD:2016:A577, Πολιτική Έφεση Αρ. 140/2011, ημερομηνίας 22.12.2016.
Η Ενάγουσα ισχυρίστηκε στην Έκθεση Απαίτησής της ότι είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δεόντως εγγεγραμμένη στην Κύπρο και ασχολείται μεταξύ άλλων με την πώληση επίπλων και συναφών ειδών λιανικώς σε τελικούς καταναλωτές. Η Εναγόμενη είναι εταιρεία εγγεγραμμένη σύμφωνα με τους νόμους της Δανίας και διεξάγει μεταξύ άλλων εργασίες εμπορίας και πώλησης επίπλων και συναφών ειδών χονδρικώς για μεταπώληση σε τελικούς καταναλωτές. Κατά ή περί τον Ιούνιο του 2000 η Ενάγουσα αγόρασε από την Εναγόμενη και εισήγαγε στην Κύπρο, με σκοπό τη μεταπώληση σε τελικούς καταναλωτές, αριθμό πλαστικών καρέκλων με σιδερένια πόδια με την ονομασία Stephanie. Η συνολική αξία των επίδικων προϊόντων ανερχόταν στο ποσό €7.863, 53. Το τίμημα αγοράς των προαναφερόμενων προϊόντων εξοφλήθηκε πλήρως. Ήταν ουσιώδης, ρητός ή εξυπακουόμενος όρος ή εγγυητική διαβεβαίωση ότι οι επίδικες καρέκλες θα ήταν αποδεκτής ποιότητας. Κατά ή περί τον Αύγουστο του 2000 η Ενάγουσα πώλησε τέσσερεις από τις προαναφερόμενες καρέκλες σε πελάτιδα της στην Κύπρο. Μια εξ αυτών κατά τη χρήση της έσπασε, με αποτέλεσμα η πελάτιδα της Ενάγουσας να καταχωρήσει αγωγή εναντίον της Ενάγουσας αξιώνοντας αποζημιώσεις. Σχετικά καταχωρήθηκε η αγωγή XXXX/04 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στην οποία εκδόθηκε απόφαση στις 30.09.09. Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση η Ενάγουσα καταδικάστηκε να καταβάλει γενικές και ειδικές αποζημιώσεις προς την πελάτιδά της, τελική καταναλωτή. Η Ενάγουσα ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι μια εκ των εισαγόμενων καρέκλων ήταν ελαττωματική, ακατάλληλη και επικίνδυνη. Η Ενάγουσα ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι ενημέρωσε άμεσα την Εναγόμενη εταιρεία σε σχέση με την αξίωση της πελάτιδας της. Η Ενάγουσα τέλος αναγκάστηκε να πληρώσει τις επιδικασθείσες αποζημιώσεις και υπέστη εξ αυτού ειδική ζημιά ύψους €37.312, 30. Η Ενάγουσα ισχυρίστηκε επιπρόσθετα ότι η Εναγόμενη επέδειξε επαγγελματική αμέλεια και παράβαση καθήκοντος και προσδιόρισε τις κατ' ισχυρισμό λεπτομέρειες αμέλειας της Εναγόμενης. Διαζευκτικά με τα πιο πάνω ισχυρίστηκε ότι η Εναγόμενη προέβη σε παραστάσεις και διαβεβαίωσε την Ενάγουσα ότι οι επίδικες καρέκλες ήταν αποδεκτής ποιότητας και η Ενάγουσα βασιζόμενη στις πιο πάνω παραστάσεις συνομολόγησε την επίδικη συμφωνία. Σύμφωνα με την Ενάγουσα οι πιο πάνω παραστάσεις αποδείχθηκαν ψευδείς.
Η Εναγόμενη στην Υπεράσπισή της ήγειρε προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενη ότι η επίδικη διαφορά υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Δανίας και ότι η αγωγή δεν μπορεί να προχωρήσει, καθότι η Ενάγουσα επέδειξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθησή της. Η Εναγόμενη παραδέχτηκε ότι περί τον Ιούνιο του 2000 η Ενάγουσα αγόρασε από αυτήν τις επίδικες καρέκλες. Αρνήθηκε, όμως, ότι η συμφωνία διέπετο από τους σιωπηρούς ή εξυπακουώμενους όρους που επικαλείται η Ενάγουσα και ισχυρίστηκε ότι οι όροι της επίδικης συμφωνίας περιλαμβάνονται στα σχετικά έγγραφα αυτής. Περαιτέρω, η Εναγόμενη αρνήθηκε ότι έλαβε γνώση για την αγωγή 8198/04 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Παράλληλα, η Εναγόμενη ισχυρίστηκε ότι οι επίδικες καρέκλες δεν κατασκευάστηκαν από την ίδια και εν πάση περιπτώσει η κατασκευή των επίδικων καρέκλων ήταν εξαιρετικής ποιότητας. Επιπρόσθετα, ισχυρίστηκε ότι η Ενάγουσα εμποδίζεται να εγείρει την παρούσα αγωγή, καθότι αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα τα επίδικα προϊόντα και ουδεμία υποχρέωση έχει να καταβάλει τα ποσά που επιδικάστηκαν εναντίον της Ενάγουσας, καθότι ουδεμία συμφωνία υπήρξε μεταξύ των μερών αναφορικά με κάλυψη ή αποζημίωση. Αρνήθηκε τέλος τις κατ' ισχυρισμό λεπτομέρειες αμέλειας και τον ισχυρισμό περί ψευδών παραστάσεων.
Μαρτυρία
Προς απόδειξη της υπόθεσής της η Ενάγουσα κάλεσε 2 μάρτυρες.
Πρώτος μάρτυρας ήταν ο XXXXX Κακόπιερος, διευθυντής της Ενάγουσας εταιρείας, ως ΜΕ1. Κατά τη μαρτυρία του ΜΕ1 κατατέθηκαν 36 Τεκμήρια. Συγκεκριμένα, ως Τεκμήριο 1 κατατέθηκε το τιμολόγιο με αριθμό 19663, ημερομηνίας 28.06.2000, ως Τεκμήριο 2 κοστολόγιο, ημερομηνίας 18.07.2000, ως Τεκμήριο 3 κατατέθηκε τιμολόγιο από την εταιρεία Χάρης Κασινόπουλος Ltd και ως Τεκμήριο 4 έγγραφο με τίτλο "Copy Delivery Order", ημερομηνίας 17.07.2000. Επιπλέον, ως Τεκμήριο 5 κατατέθηκε επιστολή ημερομηνίας 10.07.2000, από την εταιρεία Seasun International Co και ως Τεκμήριο 6 τιμολόγιο με αριθμό 6653, ημερομηνίας 10.07.2000. Ως Τεκμήριο 7 αντίγραφο εγγράφου με τίτλο "Packing List", ημερομηνίας 6.07.2000 και ως Τεκμήριο 8 έγγραφο με τίτλο "Varecertificat", ημερομηνίας 28.06.2000. Επιπρόσθετα κατατέθηκε ως Τεκμήριο 9, πιστοποιητικό Euro One, ημερομηνίας 5.07.2000, ως Τεκμήριο 10 αντίγραφο μηνύματος τηλεομοιότυπου, ημερομηνίας 12.07.2000 και ως Τεκμήριο 11. Αντίγραφο εγγράφου με τίτλο "Working Sheet ΙΜ2". Περαιτέρω κατατέθηκε ως Τεκμήριο 12 αντίγραφο τιμολογίου από την Αρχή Λιμένων Κύπρου, ως Τεκμήριο 13 αντίγραφο διασάφησης τελωνείου, ημερομηνίας 17.07.2000 και ως Τεκμήριο 14 αντίγραφο εγγράφου με τίτλο "Sea Waybill". Ως Τεκμήριο 15(α) και 15(β) έγγραφο παραγγελίας και τιμολόγιο σε σχέση με την πώληση τέσσερεις καρέκλων προς την XXXXX Προκοπίδου. Κατατέθηκαν, επίσης, ως Τεκμήριο 16 αντίγραφο ηλεκτρονικής αλληλογραφίας μεταξύ Ενάγουσας και Εναγόμενης ημερομηνίας 2.09.2002 και 5.09.2002, ως Τεκμήριο 17 αντίγραφο του κλητηρίου της αγωγής XXXXX/04 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ως Τεκμήριο 18 αντίγραφα ηλεκτρονικών μηνυμάτων ημερομηνιών 23.03.07 και 11.04.07, ως Τεκμήριο 19 αντίγραφα μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ημερομηνιών 19.06.09 μέχρι 22.06.09, ως Τεκμήριο 21 ηλεκτρονικό μήνυμα διευθυντή Εναγόμενης, ημερομηνίας 7.07.09, ως Τεκμήριο 22 ηλεκτρονικό μήνυμα του συνηγόρου της Ενάγουσας προς τον διευθυντή της Ενάγουσας. Ως Τεκμήριο 23 κατατέθηκε η απόφαση στην αγωγή XXXXX/04 με ημερομηνία έκδοσης 30.09.09, ως Τεκμήριο 24 το συνταχθέν διάταγμα στην αγωγή 8198/04 και ως Τεκμήριο 25 κατατέθηκε το σχετικό πιστοποιητικό καταλόγου εξόδων. Περαιτέρω, κατατέθηκε ως Τεκμήριο 26 κατατέθηκε επιστολή του συνηγόρου της Ενάγουσας ημερομηνίας 6.10.09, ως Τεκμήριο 27 κατατέθηκε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τον XXXXX Mensen, ως Τεκμήριο 28 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, δικηγόρου της Ενάγουσας, προς τον κύριο Mensen και ως Τεκμήριο 29 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείο από τον κύριο Mensen προς τον δικηγόρο της Ενάγουσας. Ως Τεκμήρια 30 και 31 κατατέθηκαν επιστολές του δικηγόρου της Ενάγουσας προς τον κύριο Mensen ημερομηνίας 27.10.09 και 18.02.10 αντίστοιχα. Ως Τεκμήριο 32 κατατέθηκε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του διευθυντή της Ενάγουσας προς τον κύριο Mensen, ως Τεκμήριο 33 κατατέθηκε έγγραφο σε σχέση με τις πληρωμές που προέβη η Ενάγουσα προς την XXXXX Προκοπίδου. Επιπρόσθετα, κατατέθηκε δέσμη εγγράφων αποτελούμενη από μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ως Τεκμήρια 34(α) με 34(κ). Επίσης κατατέθηκε δέσμη εγγράφων αποτελούμενη από μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ως Τεκμήρια 35(α) με 35(δ). Τέλος ως Τεκμήριο 36(α) κατατέθηκαν επιταγές της Ενάγουσας προς την XXXXX Προκοπίδου και τους δικηγόρους αυτής και ως 36(β) εξοφλητική απόδειξη σε σχέση με τη δικαστική απόφαση 8198/04.
Ο ΜΕ1 κατά την κυρίως εξέτασή του αναφέρθηκε στη σύναψη συμφωνίας με την Εναγόμενη εταιρεία και προσδιόρισε ότι περί τον Ιούνιο του 2000 συμφώνησε με τον διευθυντή της Εναγόμενης εταιρείας XXXXX Mensen, όπως η Ενάγουσα προμηθευτεί από την Εναγόμενη αριθμό πλαστικών καρέκλων με σιδερένια πόδια με την ονομασία Stephanie. Το συνολικό τίμημα αγοράς ανήλθε στο ποσό των €7.863.53, το οποίο ξοφλήθηκε πλήρως. Σύμφωνα με τον ΜΕ1 ο διευθυντής της Εναγόμενης διαβεβαίωσε την Ενάγουσα ότι οι επίδικες καρέκλες ήταν πολύ καλής ποιότητας, ασφαλείς και ανθεκτικές. Δήλωσε ότι περί τον Αύγουστο του 2000 η Ενάγουσα πώλησε τέσσερεις από τις επίδικες καρέκλες στην πελάτιδά της ονόματι XXXXX Προκοπίδου. Περί τις αρχές Αυγούστου του 2002 η εν λόγω πελάτιδα επισκέφθηκε την Ενάγουσα και ζήτησε αποζημιώσεις σε σχέση με ισχυριζόμενους τραυματισμούς που υπέστη λόγω του ότι μια εκ των τεσσάρων καρέκλων έσπασε ενόσω την χρησιμοποιούσε. Η Ενάγουσα ενημέρωσε την Εναγόμενη, αναφορικά με την απαίτηση της Προκοπίδου. Ακολούθως καταχωρήθηκε η αγωγή XXXXX/04 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εναντίον της Ενάγουσας από την XXXXX Προκοπίδου. Ο δικηγόρος της Ενάγουσας ενημέρωνε με μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τον διευθυντή της Εναγόμενης. Ο διευθυντής της Εναγόμενης απάντησε ότι προτίθεται να βοηθήσει την Ενάγουσα μέσω της ασφάλειας του. Εν τέλει, η εν λόγω αγωγή εκδικάστηκε και επιδικάστηκαν αποζημιώσεις υπέρ της XXXXX Προκοπίδου και εναντίον της Ενάγουσας. Συνολικά το Δικαστήριο επιδίκασε στην XXXXX Προκοπίδου γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, τόκους και έξοδα συμποσούμενα στο ποσό των € 32.836,30. Επιπλέον, η Ενάγουσα οφείλει τα έξοδα του δικηγόρου που την εκπροσώπησε στην πιο πάνω αγωγή. Η Ενάγουσα ενημέρωσε την Εναγόμενη σε σχέση με την κατάληξη της επίδικης υπόθεσης και η Εναγόμενη μέσω του διευθυντή της ζήτησε τα σχετικά έγγραφα. Δήλωσε, επίσης, ότι η Ενάγουσα συμμορφώθηκε με την εναντίον της εκδοθείσα απόφαση.
Κατά την αντεξέτασή του δήλωσε ότι η Ενάγουσα ασχολείται με εισαγωγές και πωλήσεις επίπλων. Συμφώνησε ότι η αγοραπωλησία μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 2000 και προσδιόρισε πως το τι αφορούσε η συμφωνία φαίνεται στο τιμολόγιο Τεκμήριο 1. Αρνήθηκε την υποβολή ότι η υποχρέωση της Εναγόμενης ήταν να παραδοθούν οι καρέκλες στη Δανία. Εν πάση περιπτώσει δήλωσε ότι η Ενάγουσα παρέλαβε τις επίδικες καρέκλες και ξόφλησε το τίμημα πώλησης. Δήλωσε, επίσης, ότι η πληρωμή έγινε μετά την παραλαβή και μετά από τον αριθμητικό και οπτικό έλεγχο στο προϊόν. Συμφώνησε, επιπλέον, ότι η Εναγόμενη δεν ήταν η κατασκευάστρια εταιρεία. Αρνήθηκε την υποβολή ότι η Εναγόμενη δεν γνώριζε πώς θα χρησιμοποιούσε η Ενάγουσα τις επίδικες καρέκλες. Επέμεινε ότι τις συγκεκριμένες καρέκλες τις αγόρασε μετά από διαβεβαιώσεις του κυρίου Mensen. Δεν ζήτησε όμως οποιεσδήποτε τεχνικές προδιαγραφές των επίδικων καρέκλων. Δήλωσε παράλληλα ότι σε σχέση με την Εναγόμενη είχαν προηγούμενη εμπειρία και η σχέση τους ήταν άριστη. Συμφώνησε ακολούθως ότι ουδέποτε κλήθηκε η Εναγόμενη να συμμετάσχει ως διάδικος στην αγωγή XXXXX/04 του Ε.Δ Λευκωσίας. Συμφώνησε, επίσης, ότι ούτε κατά τον χρόνο εκδίκασης της εν λόγω αγωγής ζήτησε από την Εναγομένη να τον προμηθεύσει με τεχνικές προδιαγραφές ή εκθέσεις δοκιμών σε σχέση με τις επίδικες καρέκλες. Δήλωσε ότι οι πλείστες από τις 200 καρέκλες που αγοράστηκαν πωλήθηκαν και είχε τη δυνατότητα η Ενάγουσα κατά τον χρόνο παραλαβής τους να τις εξετάσει οπτικά και αριθμητικά. Είχε, επίσης, τη δυνατότητα να προβεί σε οποιουσδήποτε είδους ελέγχους ή δοκιμές επιθυμούσε. Προσδιόρισε, όμως, ότι τέτοιου είδους έλεγχοι είναι ακριβοί και η Ενάγουσα εταιρεία βασίστηκε στις διαβεβαιώσεις της Εναγόμενης ως προς την ποιότητα των εισαγόμενων προϊόντων. Δήλωσε ακολούθως ότι η Ενάγουσα διατηρούσε συνεργασία με την Εναγόμενη μια δεκαετία και ότι από τις 200 καρέκλες πωλήθηκαν οι περισσότερες. Δήλωσε τέλος ότι εντός 2 ετών από την ημερομηνία αγοράς τους πιθανότατα να είχαν πωληθεί όλες. Σε υποβολή ότι οι επίδικες καρέκλες κατά τον χρόνο παράδοσης τους βρίσκονταν σε άριστη κατάσταση, απάντησε ότι οπτικά και αριθμητικά βρίσκονταν σε άριστη κατάσταση. Σε υποβολή ότι η Ενάγουσα αποδέκτηκε την παράδοση και ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε, απάντησε ότι δεν υπήρχε λόγος να διαμαρτυρηθεί αφού οι αναφερόμενες καρέκλες δεν είχαν χρησιμοποιηθεί και αποδειχθεί ότι ήταν ακατάλληλες.
Επόμενος μάρτυρας ήταν ο XXXXX Ντάλος, ΜΕ2. Ο ΜΕ2 είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας στο εργαστήριο βιοτεχνικού ελέγχου. Δήλωσε ότι είναι Διδάκτωρ του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου και τα τελευταία 15 χρόνια υπηρετεί ως καθηγητής στο κομμάτι του εργαστηριακού ελέγχου επίπλων. Ο μάρτυρας κατέθεσε ως Τεκμήριο 37 την έκθεση που ετοίμασε ο ίδιος, ημερομηνίας 6.11.13. Σύμφωνα με αυτήν, το προϊόν ελέγχθηκε με βάση τις προδιαγραφές που αναφέρονται στο Τεκμήριο 37. Σχετικά με τις απαιτήσεις για καρέκλες οικιακής χρήσης σχετική είναι η προδιαγραφή ΕΝ 1728:2001. Η εν λόγω προδιαγραφή είναι σχετική με τον καθορισμό αντοχής και ανθεκτικότητας, ενώ η προδιαγραφή ΕΝ 222:2005 είναι σχετική για τον καθορισμό της σταθερότητας. Όπως φαίνεται στο Τεκμήριο 37 η εξεταζόμενη καρέκλα πέρασε με επιτυχία όλους τους ελέγχους εκτός από τον έλεγχο της παραγράφου 6.7, η οποία αφορά τη δοκιμή κόπωσης καθίσματος και πλάτης. Σύμφωνα με την προδιαγραφή έπρεπε να αντέξει 25.000 επαναλήψεις, αλλά η εξεταζόμενη καρέκλα άντεξε μόνο 12.480 επαναλήψεις. Σύμφωνα με τον μάρτυρα το πιο πάνω κατατείνει στο συμπέρασμα ότι η εξεταζόμενη καρέκλα δεν πληρούσε τις προδιαγραφές γιατί έστω σε έναν έλεγχο να αστοχήσει σημαίνει ότι δεν πληροί τις προδιαγραφές.
Κατά την αντεξέτασή του επανέλαβε ότι η δοκιμή κόπωσης καθίσματος και πλάτης της επίδικης καρέκλας έγινε με βάση το πρότυπο ΕΝ 1728:2001. Διευκρίνισε ότι η εν λόγω προδιαγραφή είναι του έτους 2001. Εξήγησε ότι η αναθεώρηση των προτύπων γίνεται συνήθως ανά 10 χρόνια. Δήλωσε ότι ο ίδιος δεν γνώριζε πότε κατασκευάστηκε η καρέκλα που εξέτασε. Δήλωσε ότι κάποια εταιρεία οφείλει να αποσύρει τα προϊόντα της αν εκδοθούν καινούρια πρότυπα ποιότητας. Δήλωσε, όμως, ότι ο ίδιος δεν εξέτασε αν υπήρχαν άλλα πρότυπα σε ισχύ κατά τον χρόνο που πωλήθηκε ή κατασκευάστηκε η εξεταζόμενη καρέκλα. Δέχθηκε ότι η καρέκλα που εξέτασε ήταν τύπου stephanie με κωδικό 850-0. Δεν γνώριζε, όμως, εάν η επίδικη καρέκλα έφερε κωδικό 851-0. Ήταν σαφής στο ότι το μόνο που γνωρίζει είναι ότι η καρέκλα που εξέτασε δεν πληρούσε τις προδιαγραφές. Επέμεινε ότι η καρέκλα που εξέτασε όταν την παρέλαβε ήταν σε άθιχτη κατάσταση. Ήταν σαφής ότι το Τεκμήριο 37 καταγράφει πως το προϊόν που εξέτασε δεν πληρούσε τις προδιαγραφές και δεν μπορεί να γνωρίζει την προϊστορία του προϊόντος, ούτε οτιδήποτε άλλο. Κληθείς να παρουσιάσει τις προδιαγραφές τις οποίες έλαβε υπόψη, δήλωσε ότι δεν μπορεί να το πράξει, καθότι αυτές είναι κλειδωμένες. Δέχθηκε τέλος ότι όσο μεγαλύτερο είναι το δείγμα που εξετάζεται τόσο ασφαλέστερα είναι τα συμπεράσματα.
Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας από πλευράς της Ενάγουσας, τη σκυτάλη της μαρτυρίας έλαβε η Εναγόμενη. Η Εναγόμενη παρουσίασε ως πρώτο μάρτυρα τον δικηγόρο XXXXX Lober, ως ΜΥ1.
Ο εν λόγω μάρτυρας παρουσιάστηκε και έδωσε ενώπιον του Δικαστηρίου την κυρίως εξέτασή του. Όμως ο μάρτυρας δεν παρουσιάστηκε για την αντεξέταση και αντ' αυτού ζήτησε όπως η αντεξέτασή του γίνει μέσω τηλεδιάσκεψης. Το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφασή του, ημερομηνίας 29.05.2019, απέρριψε το σχετικό αίτημα. Ο μάρτυρας δεν παρουσιάστηκε για την αντεξέτασή του και η πλευρά της Εναγομένης έκλεισε την υπόθεσή της.
Εισηγήσεις των Διαδίκων
Μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων με εμπεριστατωμένες αγορεύσεις προώθησαν ο καθένας τις θέσεις του.
Η κα Λοίζου εκ μέρους της Εναγόμενης με την εμπεριστατωμένη της αγόρευση εισηγήθηκε ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την επίδικη διαφορά. Επίσης, εισηγήθηκε η Ενάγουσα απέτυχε να αποδείξει την υπόθεσή της.
Στον αντίποδα, ο κ. Κυριακόπουλος εισηγήθηκε ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την επίδικη διάφορα. Επίσης, εισηγήθηκε ότι η Ενάγουσα μπορεί να στραφεί εναντίον της Εναγόμενης και ότι απέδειξε την αξίωσή της. Επιπρόσθετα, εισηγήθηκε ότι το δεδικασμένο στην αγωγή XXXXX/04 δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από την Εναγόμενη. Τέλος εισηγήθηκε ότι η ενέργεια της Εναγομένης να μην συμμετάσχει στην αγωγή XXXXX/04 του Ε.Δ Λευκωσίας, ενώ γνώριζε για αυτή , συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας.
Αξιολόγηση Μαρτυρίας.
Τονίζεται ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται κατά κύριο λόγο στη βάση της μαρτυρίας που σχετίζεται με τα επίδικα θέματα. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Τσιαττές ν. Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1 A.A.Δ. 974 και Mirza Feiz Hasan v. Μιχάλη Ανδρέου, ECLI:CY:AD:2015:A803, Π.Ε 2/2011, ημερομηνίας 2.12.2015.
Στη βάση των πιο πάνω, έχω παρακολουθήσει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσω τις αντιδράσεις τους, φυσικές ή αφύσικες, τον τρόπο που απαντούν, τη νευρικότητα ή την επιφυλακτικότητά τους, ή την ιδιοσυγκρασία που εκδήλωναν, παράγοντες που, σύμφωνα με τη νομολογία, ενέχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Σχετική είναι η απόφαση C & A Pelecanos Associates Ltd v. Ανδρέα Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273. Δεν παραγνωρίζω βέβαια ότι τα πιο πάνω στοιχεία μπορούν να προσδώσουν θετικότητα στη μαρτυρία ενός μάρτυρα, αλλά δεν μπορούν να αποτελέσουν τον αποκλειστικό λόγο για την αποδοχή της μαρτυρίας του. Σχετικά παραπέμπω στην απόφαση Νικολάου Νίκος ν. Aντώνη Παπαϊωάνου (2011) 1 Α.Α.Δ. 1797.
Προσεγγίζω, συνεπώς, το καθήκον αξιολόγησης της μαρτυρίας ενός μάρτυρα με γνώμονα το περιεχόμενο, την ποιότητα, την πειστικότητα, αλλά και τη σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία. Σχετική είναι η απόφαση Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506. Περαιτέρω, όπου είναι δυνατό, η μαρτυρία εκάστου μάρτυρα συσχετίζεται, αντιπαραβάλλεται και διερευνάται με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων. Σχετική είναι η απόφαση Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ 1056 και η πρόσφατη απόφαση Κυριακίδης ν. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, ECLI:CY:AD:2018:A179, Π.Ε 185/2012, ημερομηνίας 19.4.2018. Έχω επίσης κατά νου την αρχή ότι μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς, ενώ δεν θεωρείται επιλήψιμη η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Kadis v. Nicolaou (1986) 1 C.L.R 212, 216 και Χρίστου ν. Khoreva (ανωτέρω).
Επιπρόσθετα, στην υπόθεση Χριστοφίνης ν. Φραντζή ECLI:CY:AD:2017:A202, Πολ. Έφεση 328/11, ημερομηνίας 31.5.2017, υποδείχθηκε ότι το περιεχόμενο της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα υπόκειται στη βάσανο της λογικής και της ανθρώπινης πείρας.
Διευκρινίζω, επίσης, ότι οι υποβολές των συνηγόρων από μόνες τους δεν έχουν καμιά αποδεικτική αξία και αν δεν προσαχθεί αργότερα αντίστοιχη μαρτυρία παραμένουν απλά μετέωροι ισχυρισμοί. Σχετική είναι η απόφαση Ησαϊας Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 640.
Με γνώμονα τα πιο πάνω προχωρώ με την αξιολόγηση της σχετικής μαρτυρίας.
Αξιολόγηση μαρτυρίας ΜΕ1
Ο ΜΕ1 προκάλεσε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο και η μαρτυρία του, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, δεν έχει ουσιαστικά αμφισβητηθεί, συνάδει με την ενώπιόν μου έγγραφη μαρτυρία και δεν αντικρούεται από αντίθετη μαρτυρία.
Συγκεκριμένα δεν έχει αμφισβητηθεί o ισχυρισμός του ότι η Ενάγουσα συμφώνησε να αγοράσει από την Εναγόμενη, περί τον Ιούνιο του 2000, 200 καρέκλες τύπου Stephanie. Επίσης, δεν έχει αμφισβητηθεί και συνάδει με το σύνολο της ενώπιόν μου μαρτυρίας το γεγονός ότι οι εν λόγω καρέκλες παραλήφθηκαν από την Ενάγουσα και ότι το τίμημα πώλησης πληρώθηκε. Επιπλέον, δεν έχει αμφισβητηθεί το γεγονός ότι τον Αύγουστο του 2000 η Ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε 4 από τις προαναφερόμενες καρέκλες σε πελάτιδά της, την XXXXX Προκοπίδου. Περαιτέρω, δεν έχει αμφισβητηθεί το γεγονός ότι καταχωρήθηκε η Αγωγή XXXXX/04 του Ε.Δ Λευκωσίας από την XXXXX Προκοπίδου εναντίον της Ενάγουσας, καθώς επίσης και ότι εκδόθηκε απόφαση στην εν λόγω Αγωγή. Ταυτόχρονα, δεν έχει αμφισβητηθεί και συνάδει με το σύνολο της ενώπιόν μου μαρτυρίας, η θέση του ΜΕ1 ότι είχε επικοινωνία με τον διευθυντή της Εναγομένης σε σχέση με την καταχώρηση της εν λόγω Αγωγής και την εν γένει απαίτηση της κας. Προκοπίδου. Όμως, δεν έχει δικογραφηθεί οποιοσδήποτε ισχυρισμός σε σχέση με ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων για κάλυψη ή αποζημίωση της πελάτιδας της Ενάγουσας. Επίσης, μέσα από το σύνολο της κατατεθειμένης αλληλογραφίας μεταξύ των μερών δεν προκύπτει, οποιαδήποτε συμφωνία για κάλυψη ή αποζημίωση για την απαίτησης της Προκοπίδου εναντίον της Ενάγουσας. Επιπλέον, δεν αμφισβητήθηκε το ότι η Ενάγουσα εταιρεία εξόφλησε το τίμημα του συνόλου των 200 καρεκλών μετά την παραλαβή τους και αφού προέβη σε αριθμητικό και οπτικό έλεγχο αυτών.
Όμως, κάποιοι ισχυρισμοί του ΜΕ1 δεν υποστηρίζονται από το σύνολο της ενώπιον μου μαρτυρίας αλλά αντικρούονται από αυτή. Συγκεκριμένα η θέση του ΜΕ1 ότι ο διευθυντής της Εναγόμενης τον διαβεβαίωσε ρητά για την ποιότητα των πωλούμενων καρέκλων δεν υποστηρίζεται από το σύνολο της μαρτυρίας. Ειδικότερα ο ίδιος ο ΜΕ2 κατά την αντεξέτασή του δέχθηκε ότι οι όροι της συμφωνίας περιλαμβάνονται στο Τεκμήριο 1. Όμως, το Τεκμήριο 1 δεν περιέχει διαβεβαίωση ή οποιοδήποτε ρητό όρο σε σχέση με τη ποιότητα των πωλούμενων προϊόντων. Συνεπώς, η θέση του μάρτυρα ότι υπήρξε μεταξύ των διαδίκων ρητός όρος περί της ποιότητας δεν μπορεί να γίνει δεκτός.
Με εξαίρεση το πιο πάνω αποδέχομαι τη μαρτυρία του ΜΕ1 για την εξαγωγή ευρημάτων σε σχέση με τα πρωτογενή γεγονότα της υπόθεσης.
Αξιολόγηση ΜΕ 2
Ο ΜΕ 2 παρουσιάστηκε ως μάρτυρας πραγματογνώμονας. Το ζήτημα του ποιος αποτελεί πραγματογνώμονα αποφασίζεται από το Δικαστήριο με γνώμονα είτε τα ακαδημαϊκά του προσόντα είτε την πείρα του. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Evangelou & another v. Ambizas & another (1982) 1 C.L.R. 41, Φιλίππου ν. Οδυσσέως (1989) 1 Α.Α.Δ. 1 και Θεοσκέπαστη Φάρμ ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 934.
Στην υπό κρίση υπόθεση μέσα από τα όσα ανέφερε ο ίδιος ο μάρτυρας ως προς τα προσόντα του και την πείρα του, καθώς και από τη μη αμφισβήτηση αυτών, δέχομαι ότι ο ΜΕ 2 είναι μάρτυρας πραγματογνώμονας.
Ιδίως ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας πραγματογνωμόνων το Δικαστήριο έχει υπόψη ότι οι εν λόγω μάρτυρες, κατ' εξαίρεση του γενικού κανόνα που απαγορεύει την έκφραση γνώμης από μάρτυρα, μπορούν να εκφράσουν γνώμη αναφορικά με ζητήματα που εμπίπτουν στη σφαίρα της ειδικότητάς τους. Σχετική είναι η απόφαση Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1 Α.Α.Δ 746. Οι πραγματογνώμονες έχουν καθήκον να παρουσιάσουν τα αναγκαία επιστημονικά δεδομένα, ώστε το Δικαστήριο να μπορέσει να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Σαρρής ν. Καλλέγιας κ.ά (2001) 1(β) ΑΑΔ 958 και Μαλαός Ανδρέας κ.ά ν. Χριστιάνας Χρίστου κ.ά, (2005) 1 Α.Α.Δ. 1191.
Ασφαλώς οι πραγματογνώμονες δεν αντιμετωπίζονται διαφορετικά από το Δικαστήριο επειδή είναι πραγματογνώμονες και η μαρτυρία τους αξιολογείται στη βάση των ίδιων αρχών που αξιολογείται η μαρτυρία όλων των μαρτύρων, πλην όμως η συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα δεν είναι τόσο σημαντική για τους σκοπούς εκτιμήσεως της αξιοπιστίας τους, όπως στην περίπτωση ενός μάρτυρα πάνω σε γεγονότα. Σχετικό είναι το σύγγραμμα των Ηλιάδη & Σάντη Το Δίκαιο της Απόδειξης, 1η έκδοση, σελ. 582 και η απόφαση Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ 41.
Στην υπό κρίση υπόθεση δεν έχει προσφερθεί διιστάμενη μαρτυρία πραγματογνωμόνων, ώστε το Δικαστήριο να απαιτείται να αξιολογήσει επί διιστάμενων εκδοχών, σύμφωνα με τις αρχές της απόφασης Daria Novichkova ν. Θέμη Βλάβη (2012) 1 Α.Α.Δ. 1111. Όμως, το γεγονός ότι η μαρτυρία πραγματογνώμονα δεν έχει αντικρουσθεί δεν επαρκεί από μόνο του για την αποδοχή της, αλλά το Δικαστήριο έχει καθήκον, σε κάθε περίπτωση, να αιτιολογήσει την αποδοχή ή την απόρριψη της μαρτυρίας του πραγματογνώμονα. Σχετικά παραπέμπω στο σύγγραμμα των Ηλιάδη & Σάντη Το Δίκαιο της Απόδειξης, 1η έκδοση, σελ. 584.
Στην υπό κρίση υπόθεση ο ΜΕ2 κατέθεσε την έκθεσή του, Τεκμήριο 37. Η έκθεση του Μ2 έγινε με σημείο αναφοράς τα πρότυπα ποιότητας ΕΝ 1728:2001, ΕΝ1022:2005 και ΕΝ12520:2010. Η μαρτυρία του ΜΕ 2 χαρακτηρίζεται από σαφήνεια και πειστικότητα. Επιπλέον, ο ΜΕ 2, τόσο μέσω της έκθεσής του όσο και της μαρτυρίας του ενώπιον του Δικαστηρίου, παρείχε το αναγκαίο επιστημονικό υπόβαθρο, ώστε το Δικαστήριο να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα. Επιπρόσθετα, δεν έχει τεθεί μαρτυρία που να κατατείνει στο συμπέρασμα ότι οι καρέκλες τύπου stephanie με κωδικό 850-0 είναι διαφορετικό προϊόν από τις καρέκλες τύπου stephanie με κωδικό 851-0. Όμως ο μάρτυρας ήταν σαφής στο ότι δεν εξέτασε την επίδικη καρέκλα και ότι όσο μεγαλύτερο είναι το δείγμα που ελέγχεται τόσο ασφαλέστερο είναι το αποτέλεσμα.
Επομένως, αποδέχομαι τη μαρτυρία του ΜΕ2 για την εξαγωγή ευρημάτων.
Αξιολόγηση μαρτυρίας ΜΥ1
Όπως σημειώνεται στο σύγγραμμα Cross & Tapper on Evidence, 12η έκδοση, σελίδα 316, όλοι οι μάρτυρες είναι υπόχρεοι να παρουσιαστούν για να αντεξεταστούν. Άρνηση κάποιου μάρτυρα να προσέλθει, ώστε να αντεξεταστεί δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να αξιολογήσει τη μαρτυρία που δόθηκε κατά την κυρίως εξέτασή του. Στην υπό κρίση υπόθεση, η παράλειψη του μάρτυρος να εμφανιστεί για να αντεξεταστεί δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να λάβει υπόψη, για σκοπούς εξαγωγής ευρημάτων, το περιεχόμενο της κυρίως εξέτασης αυτού.
Ευρήματα
Υπό το φως των πιο πάνω προχωρώ με τη διατύπωση των πρωτογενών γεγονότων που αφορούν την υπό κρίση υπόθεση.
Αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι η Ενάγουσα εταιρεία είναι εταιρεία δεόντως εγγεγραμμένη στην Κύπρο και ασχολείται μεταξύ άλλων με την εμπορεία επίπλων. Επίσης, η Εναγόμενη είναι εταιρεία δεόντως εγγεγραμμένη στη Δανία και ασχολείται μεταξύ άλλων με το εμπόριο επίπλων.
Περί τον Ιούνιο του 2000 οι διάδικοι συμφώνησαν όπως η Εναγόμενη προμηθεύσει την Ενάγουσα με 200 καρέκλες τύπου Stephanie ως το τιμολόγιο Τεκμήριο 1. Οι εν λόγω καρέκλες έχουν εξοφληθεί πλήρως από την Ενάγουσα μετά την παραλαβή τους. Μέχρι τα μέσα Ιουλίου του 2000 το σύνολο των παραγγελθέντων προϊόντων ήταν στην κατοχή της Ενάγουσας. Η Ενάγουσα την 1η.8.2000 πώλησε τέσσερις εξ αυτών στην τελική καταναλωτή, ονόματι XXXXX Προκοπίδου. Μια εκ των τεσσάρων καρέκλων ήταν και η επίδικη. Από τις 200 καρέκλες οι 100 έφεραν κωδικό 850-0 και οι άλλες 100 κωδικό 850-1.
Περί τον Αύγουστο του 2002 η τελική καταναλωτής, εξέφρασε παράπονο για κατ' ισχυρισμό τραυματισμό της, ο οποίος προήλθε από κατ΄ ισχυρισμόν σπάσιμο της επίδικης καρέκλας. Ο διευθυντής της Ενάγουσας ενημέρωσε την Εναγόμενη σχετικά με το εν λόγω παράπονο. Τελικά καταχωρήθηκε η Αγωγή XXXXX/04 στο Ε.Δ. Λευκωσίας εναντίον της Ενάγουσας. Σε αυτή η τελική καταναλωτής ισχυρίστηκε ότι μια εκ των τεσσάρων καρέκλων που αγόρασε ήταν ελλαττωματική. Στο πλαίσιο της πιο πάνω Αγωγής εκδόθηκε απόφαση εναντίον της Ενάγουσας. Συνολικά η Ενάγουσα προς εξόφληση τόσο της απαίτησης όσο και των δικηγορικών εξόδων κατέβαλε το ποσό των € 32.836,30. Επιπλέον η Ενάγουσα οφείλει τα έξοδα του δικηγόρου που την εκπροσώπησε στην πιο πάνω αγωγή. Ο διευθυντής και ο συνήγορος της Ενάγουσας ενημέρωσαν τους υπεύθυνους της Εναγόμενης εταιρείας σε σχέση με την έγερση της εν λόγω Αγωγής και την εν γένει απαίτηση της XXXXX Προκοπίδου. Σε σχέση με το πιο πάνω ζήτημα τα μέρη είχαν συχνή αλληλογραφία.
Σε σχέση με μια εκ των εισαγομένων καρέκλων ετοιμάστηκε σχετική έκθεση πραγματογνωμοσύνης από τον ΜΕ2. Η επίδικη καρέκλα που κατ΄ ιχσυρισμόν ήταν ελαττωματική δεν εξετάστηκε.
Η έκθεση του ΜΕ2 έγινε με βάση τα πρότυπα ΕΝ12520:2010, ΕΝ1728:2001 και ΕΝ1022:2005. Εξ αυτών τα πρότυπα ΕΝ12520:2010 αφορούν πρότυπα σε σχέση με την αντοχή, ανθεκτικότητα και ασφάλεια, τα πρότυπα ΕΝ1728:2001, αφορούν πρότυπα για τον καθορισμό της αντοχής και της ανθεκτικότητας καρέκλων και τα πρότυπα ΕΝ1022:2005, αφορούν τον καθορισμό σταθερότητα επίπλων.
Οι δοκιμές σε σχέση με την καρέκλα που εξετάστηκε έλαβαν χώρα μεταξύ των ημερομηνιών 30.10.2013 με 04.11.2013. Η εν λόγω καρέκλα πέτυχε σε όλες τις εξετάσεις που διενεργήθηκαν, εκτός από την εξέταση με βάση το πρότυπο ΕΝ 1728:2001, σε σχέση με τη δοκιμή κόπωσης καθίσματος και πλάτης. Το πιο πάνω πρότυπο είναι του έτους 2001. Στη βάση του πιο πάνω ο ΜΕ2 κατέληξε ότι η εξεταζόμενη καρέκλα ήταν ελαττωματική.
Νομική Πτυχή
Η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.
Είναι καλά νομολογημένο ότι το ζήτημα της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο, ως θέμα δημόσιας τάξης. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Παναγιώτου ν. " Χ""Κυριάκου" (1991) 1 ΑΑΔ 362 και Mιχαήλ Xριστάκης ν. Σταύρου Tζούλιου Γιαννή κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 2052.
Κατά τον χρόνο καταχώρησης της υπό κρίση αγωγής βρισκόταν σε ισχύ ο Κανονισμός 44/2001. Συνεπώς, το ζήτημα της δικαιοδοσίας θα κριθεί υπό το φως των προνοιών του εν λόγω κανονισμού.
Ως προς τη διεθνή δικαιοδοσία ο Κανονισμός 44/2001 εισάγει διάκριση μεταξύ διαφορών που υπάγονται σε αποκλειστική και μη δικαιοδοσία. Στις περιπτώσεις διαφορών που δεν υπάγονται σε αποκλειστική δικαιοδοσία είναι δυνατή η παρέκταση της δικαιοδοσίας. Επίσης, σύμφωνα με τον Κανονισμό το Δικαστήριο κράτους μέλους στο οποίο ο εναγόμενος παρίσταται αποκτά σχετική δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση. Διαφωτιστικό είναι το άρθρο 24 του Κανονισμού το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα :
«Πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας, ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 22.»
Οι πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου εξετάστηκαν στην υπόθεση Hampton Advisory Group SA ν. Bost AD και άλλων, (2012) 1 Α.Α.Δ. 549, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα :
«Μάλιστα το Άρθρο 24, προνοεί περαιτέρω ότι το Δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται με την καταχώρηση εμφάνισης αποκτά δικαιοδοσία, αλλά όχι αν η εμφάνιση έχει σκοπό μόνο την αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο Δικαστήριο με αποκλειστική αρμοδιότητα με βάση το Άρθρο 22. Αναφέρεται στο σύγγραμμα των Adrian Briggs and Peter Rees: Civil Jurisdiction and Judgments 4η έκδ., σελ. 91, παρ. 2.67, ότι η εμφάνιση στα πλαίσια του Κανονισμού δεν είναι, αυστηρώς ομιλούντες, συνώνυμη με την υποταγή ή την αποδοχή της δικαιοδοσίας. Η παραδοσιακή αντίληψη του Αγγλικού Νόμου ότι υπάρχει υποταγή στη δικαιοδοσία με την αποδοχή της επίδοσης της αγωγής, δεν εμπίπτει στην έννοια του Άρθρου 24. Η στην πράξη εμφάνιση του εναγομένου και η επίπτωση και σημασία της εξετάζεται, εν πάση περιπτώσει, με βάση τους διαδικαστικούς κανονισμούς της χώρας όπου καταχωρείται η εμφάνιση. Και εδώ, η εμφάνιση της εταιρείας ήταν υπό διαμαρτυρία, τηρουμένης ακριβώς της διαδικασίας που επιβάλλει η Δ.16 θ.9, προς αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας.»
Περαιτέρω, σχετική είναι η απόφαση στην Πολιτική Αίτηση, υπ' αριθμόν 84/2014 Αναφορικά με την αίτηση των Dunnes stores, ημερομηνίας 29.5.2014, όπου ο έντιμος Δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου Σ. Ναθαναήλ, ανέφερε τα ακόλουθα ως προς το ζήτημα της χωρίς όρους εμφάνισης στη διαδικασία :
«Τέτοιο πρόβλημα θα υφίστατο εάν οι αιτητές είχαν αυτοβούλως αποδεχθεί τη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων καταχωρώντας εμφάνιση χωρίς όρους ή δεικνύοντας την αποδοχή τους με άλλα διαβήματα.»
( η υπογράμμιση δική μου)
Προκύπτει, συνεπώς, πως η καταχώρηση αγωγής δίδει δικαιοδοσία στο Δικαστήριο του Κράτους Μέλους εντός του οποίου αυτή καταχωρήθηκε, εάν ο εναγόμενος παραστεί στη διαδικασία. Το πιο πάνω δεν εφαρμόζεται εάν ο εναγόμενος εμφανιστεί με μοναδικό σκοπό την αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας. Το πότε η εμφάνιση συνιστά εμφάνιση προς αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας εξετάζεται από το δίκαιο του Κράτους Μέλους εντός του οποίο αυτή καταχωρήθηκε. Στο Κυπριακό Δίκαιο παρέχεται η δυνατότητα εμφάνισης υπό όρους σύμφωνα με τη Δ.16 θ. 9.
Επιπλέον, στην υπό κρίση υπόθεση δεν προκύπτει πως η υπό εξέταση διαφορά υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία άλλου Κράτους Μέλους.
Περαιτέρω, στην υπό κρίση υπόθεση η Εναγόμενη εταιρεία καταχώρησε εμφάνιση χωρίς όρους και δεν έλαβε οποιοδήποτε διάβημα, όπως έγερση τυχόν προδικαστικής ένστασης, προς αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων. Συνεπώς, υπό τις περιστάσεις της παρούσας κρίνω ότι η Εναγόμενη αποδέχθηκε τη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων και μπορεί να κριθεί ότι παρέστη στη διαδικασία εν τη εννοία του άρθρου 24 του Κανονισμού 44/2001.
Επομένως, κρίνω ότι το παρόν Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την παρούσα αγωγή.
Η απόδειξη της αξίωσης της Ενάγουσας
Τονίζεται ότι, όπως έχει κριθεί στην απόφαση Πούρικος ν. Σάββα κ.ά. (1991) 1 ΑΑΔ 507, η βασική υποχρέωση κάθε ενάγοντα είναι να αποδείξει με αξιόπιστη μαρτυρία τα βασικά γεγονότα πάνω στα οποία επέλεξε να βασίσει την απαίτησή του, με τη μορφή που ο ίδιος τα καθόρισε στα δικόγραφά του.
Στην υπό κρίση υπόθεση το βάρος απόδειξης το φέρει η Ενάγουσα, η οποία οφείλει να αποδείξει τους ισχυρισμούς της στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων.
Η έννοια του ισοζυγίου των πιθανοτήτων έχει ερμηνευθεί νομολογιακά σε πολλές υποθέσεις. Σχετική είναι η απόφαση Μαρσέλ ν. Λαϊκής (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858, όπου με αναφορά στις σχετικές αυθεντίες επί του θέματος, κρίθηκε ότι το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not).
Ταυτόχρονα, όπως έχει νομολογηθεί στην υπόθεση Αθανασίου κ.ά ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614 , μόνο αξιόπιστη μαρτυρία μπορεί να βαρύνει την πλάστιγγα των πιθανοτήτων. Παράλληλα, όπως έχει υποδειχθεί στην απόφαση Κύπρος Ξενοφώντος ν. Κ.Ν Zoo Bar Restaurant Ltd Π.Ε 477/11 ημερομηνίας 15.12.2016, το Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να πιθανολογεί σε επίπεδο εικασιών, ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης.
Σημειώνεται ότι το βάρος απόδειξης για την ελαττωματικότητα του επίδικου προϊόντος βρίσκεται στου ώμους της Ενάγουσας. Σχετικά παραπέμπω στην απόφαση, Στρατής Kώστας ν. Πεντέλης-Eταιρείας Mωσαϊκών Λτδ (1999) 1 ΑΑΔ 1708.
Ο ισχυρισμός περί ελαττωματικού προϊόντος.
Η κύρια θέση της Ενάγουσας εταιρείας είναι ότι η επίδικη καρέκλα ήταν ελαττωματική. Στην υπό κρίση υπόθεση, όμως, η Ενάγουσα δεν ζημιώθηκε η ίδια ευθέως από την κατ΄ ισχυρισμόν ελαττωματικότητα της επίδικης καρέκλας. Η Ενάγουσα πώλησε την επίδικη καρέκλα στην τελική καταναλωτή, η οποία ενήγαγε την Ενάγουσα.
Έτσι η Ενάγουσα στηριζόμενη στο άρθρο 6 του περί Ορισμένων Πτυχών της Πώλησης Καταναλωτικών Αγαθών και των Συναφών Εγγυήσεων Νόμου, 7(I)/2000, καταχώρησε την υπό κρίση αγωγή. Το άρθρο 6 του εν λόγω Νόμου διαλαμβάνει τα ακόλουθα :
«Όταν ο τελικός πωλητής υπέχει ευθύνη έναντι του καταναλωτή λόγω έλλειψης συμμόρφωσης προς τους όρους της σύμβασης, η οποία απορρέει από πράξη ή παράλειψη του παραγωγού, ενός προηγούμενου πωλητή ο οποίος εντάσσεται στην ίδια αλυσίδα συμβάσεων ή οποιουδήποτε άλλου ενδιάμεσου, ο τελικός πωλητής δε χάνει το δικαίωμα του να στραφεί κατά του υπευθύνου ή των υπευθύνων στην αλυσίδα αυτή των συμβάσεων, με βάση τις γενικές διατάξεις περί συμβατικής ή εξωσυμβατικής ευθύνης.»
Η Ενάγουσα προσδιόρισε ως βάσεις αγωγής, την παράβαση ρητού ή εξυπακουόμενου ουσιώδους όρου ή εγγυητικής διαβεβαίωσης, την αμέλεια της Εναγόμενης και τις ψευδείς παραστάσεις. Κοινή συνιστάμενη όλων των πιο πάνω είναι η ελαττωματικότητα της επίδικης καρέκλας.
Στην υπό κρίση υπόθεση δεν έχει αμφισβητηθεί ότι η Ενάγουσα πώλησε σε τελικό καταναλωτή την επίδικη καρέκλα και κρίθηκε υπεύθυνη ενάντι του τελικού καταναλωτή. Επίσης, είναι αποδεκτό ότι η Εναγόμενη είναι ο προηγούμενος πωλητής της επίδικης καρέκλας. Αυτό που αμφισβητήθηκε ήταν το ότι η επίδικη καρέκλα ήταν ελαττωματική.
Από το λεκτικό του άρθρου 6 του Ν. 7(I)/2000 εξάγεται ότι η ευθύνη του πωλητή έναντι του τελικού καταναλωτή θα πρέπει να προκύπτει από πράξη ή παράλειψη του προηγούμενου πωλητή. Συνεπώς, προκύπτει ότι η ευθύνη του προηγούμενου πωλητή δεν είναι αυτόματη.
Όπως, άλλωστε, έχει υποδειχθεί από τη Νομολογία, για να επιτύχει η αγωγή σύμφωνα με τον Νόμο 7(I)/2000, θα πρέπει να αποδειχθεί η ελαττωματικότητα του επίδικου προϊόντος. Θεμελιακή επί του προκειμένου είναι η απόφαση Τσιαττές ν. Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (ανωτέρω).
Επομένως, κρίσιμο είναι να αποφασισθεί το κατά πόσο η επίδικη καρέκλα ήταν όντως ελαττωματική. Ο Νόμος 7(I)/2000, δεν περιέχει ορισμό ως προς την έννοια του ελαττωματικού προϊόντος. Συνεπώς, το ζήτημα θα κριθεί με βάση τη νομοθεσία που ρυθμίζει γενικά το ζήτημα των ελαττωματικών προϊόντων.
Συγκεκριμένα το ζήτημα ρυθμίζεται από τον περί Πώλησης Αγαθών Νόμο του 1994, Ν 10(I)/1994. Σχετικό επί του προκειμένου είναι το άρθρο 16 του εν λόγω Νόμου. Συγκεκριμένα η παράγραφος 16 (2) προνοεί πως όταν ο πωλητής πωλεί αγαθά κατά τη διεξαγωγή των εργασιών του, υπάρχει σιωπηρός ουσιώδης όρος ότι τα αγαθά τα οποία προμηθεύει δυνάμει της σύμβασης είναι αποδεκτής ποιότητας. Σύμφωνα δε με το άρθρο 16(3) τα πωλούμενα αγαθά είναι αποδεκτής ποιότητας, αν ανταποκρίνονται στο επίπεδο το οποίο κάποιο λογικό πρόσωπο θα θεωρούσε ως αποδεκτό. Παράλληλα το άρθρο 16 (4) περιλαμβάνει κατάλογο με παράγοντες, οι οποίοι είναι συναφείς με την ποιότητα των αγαθών. Συγκεκριμένα το άρθρο 16 (4) διαλαμβάνει τα ακόλουθα :
(4) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, η ποιότητα των αγαθών περιλαμβάνει την κατάσταση τους, τα ακόλουθα δε (μεταξύ άλλων) αποτελούν σε κατάλληλες περιπτώσεις παράγοντες συναφείς με την ποιότητα των αγαθών, δηλαδή-
(α) Η καταλληλότητα για όλους τους σκοπούς για τους οποίους τα αγαθά του συγκεκριμένου είδους συνήθως προμηθεύονται,
(β) η εμφάνιση και η τελική επεξεργασία,
(γ) η ανυπαρξία μικροελαττωμάτων,
(δ) η ασφάλεια,
(ε) η ανθεκτικότητα,
Για τους σκοπούς του εδαφίου αυτού "ανθεκτικότητα" σημαίνει εύλογη αντοχή στο χρόνο και τη χρήση και περιλαμβάνει, όπου απαιτείται, τη διαθεσιμότητα ανταλλακτικών και ειδικευμένων τεχνικών για τη διασφάλιση της.
(στ) η ικανότητα, προκειμένου περί ηλεκτρονικών υπολογιστών, λογισμικών ή συσκευών που εργάζονται με τη βοήθεια μικροεπεξεργαστών, να ανταποκριθούν στην αλλαγή της χρονολογίας μετά την έλευση του ημερολογιακού έτους 2000, χωρίς να είναι αναγκαία οποιαδήποτε τροποποίηση ή άλλη επέμβαση επί του πωλούμενου αγαθού.
Σημειώνεται ότι το γεγονός ότι εκδόθηκε απόφαση εναντίον της Ενάγουσας στην αγωγή XXXXX/04 του Ε/Δ Λευκωσίας, η οποία αφορούσε αξίωση για αποζημιώσεις από την τελική καταναλωτή προς την Ενάγουσα δεν μπορεί να επηρεάσει τα πράγματα.
Συγκεκριμένα αποτελεί καλά θεμελιωμένη αρχή ότι το περιεχόμενο κάποιας δικαστικής απόφασης δεσμεύει τους διαδίκους. Κατ' εξαίρεση το δεδικασμένο μπορεί να επεκταθεί σε τρίτα πρόσωπα πέραν των διαδίκων, τα οποία έλκουν τα δικαιώματά τους από τους τελευταίους και παραλείπουν να παρέμβουν στην αντιδικία, από τη στιγμή που και οι ίδιοι διεκδικούν ταυτόσημα με τα υπό κρίση συμφέροντα. Σχετικές επί του προκείμενου είναι οι αποφάσεις Liberty Life Insurance Public Co Ltd v. Terzian και τώρα Παναγιώτου ως διαχειρίστρια της περιουσίας του Vahan Terzian κ.α., ECLI:CY:AD:2014:A167, Πολιτική Έφεση Αρ. 151/10, ημερομηνίας 7.3.2014 και Christos Boyadji v. Eleni Papachristoforou (1958) 23 C.L.R. 299. Σχετικό, επίσης, είναι το σύγγραμμα το Δίκαιο της Απόδειξης (ανωτέρω) σελ. 921.
Επιπλέον, σύμφωνα με τη Νομολογία ακόμα και η έκδοση απόφασης εναντίον συνεναγομένου δεν προκαθορίζει ούτε και προαποφασίζει κατ' ανάγκη, τη μοίρα της αξίωσης εναντίον άλλου συνεναγομένου. Σχετικά παραπέμπω στην απόφαση Tράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Γ. K Bιονευρολογική Λτδ και Άλλων, (2011) 1 Α.Α.Δ. 234. Επιπρόσθετα, στην πιο πάνω απόφαση υποδείχθηκε ότι αντίθετη προσέγγιση θα συνιστούσε κατάφωρη παραβίαση του κανόνα φυσικής δικαιοσύνης, καθώς και των προνοιών του Άρθρου 30.3(β) και (γ) του Συντάγματος.
Στην υπό εξέταση υπόθεση η Εναγόμενη δεν ήταν διάδικος στην αγωγή XXXXX/04 του Ε/Δ Λευκωσίας, ούτε έλκει δικαιώματα από τους διαδίκους στην πιο πάνω αγωγή και δεν διεκδικεί συμφέροντα ταυτόσημα με τα επίδικα στην πιο πάνω αγωγή.
Επομένως, το τι αποφασίσθηκε, στην αγωγή 8198/04 του Ε/Δ Λευκωσίας, δεν μπορεί να δεσμεύει την Εναγόμενη στην παρούσα. Αντίθετη προσέγγιση, ως η απόφαση Γ.Κ. Βιονευρολιγική (ανωτέρω) υποδεικνύει, θα συνιστούσε παραβίαση του κανόνα φυσικής δικαιοσύνης, καθώς και των προνοιών του Άρθρου 30.3(β) και (γ) του Συντάγματος.
Το γεγονός ότι η Εναγόμενη γνώριζε για την ύπαρξη της διαδικασίας και δεν επεδίωξε να συμμετάσχει σε αυτή, δεν μπορεί να οδηγήσει σε εύρημα περί κατάχρησης της διαδικασίας, ως εισηγήθηκε ο συνήγορος της Ενάγουσας. Συγκεκριμένα η επιλογή διαδίκων σε κάποια αγωγή επαφίεται στον Ενάγοντα και η παρέμβαση σε αυτή είναι δυνητική και ασκείται υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ενδεικτικά παραπέμπω στην απόφαση Παγκυπριακή Ασφαλιστική Λτδ ν. Χρίστου Μηνά (2003) 1 ΑΑΔ 1818 και στο σύγγραμμα The Annual Practice του 1959, σελ. 324.
Συνακόλουθα, το ζήτημα της ελαττωματικότητας της επίδικης καρέκλας θα κριθεί υπό το φως της προσαχθείσας μαρτυρίας χωρίς το Δικαστήριο να δεσμεύεται από τι αποφασίσθηκε στην αγωγή XXXXX/04 του Ε/Δ Λευκωσίας.
Στην υπό κρίση υπόθεση προκύπτει ότι η Ενάγουσα με την Εναγόμενη συνήψαν σύμβαση στο πλαίσιο της οποίας η Ενάγουσα προμηθεύτηκε την επίδικη καρέκλα. Περαιτέρω, προκύπτει ότι η Εναγόμενη προμήθευσε την επίδικη καρέκλα κατά την διεξαγωγή των εργασιών της. Συνεπώς, υπήρχε σιωπηρός ουσιώδης όρος ότι τα αγαθά τα οποία προμήθευσε η Εναγόμενη στην Ενάγουσα, δυνάμει της επίδικης σύμβασης, ήταν αποδεκτής ποιότητας. Η επίδικη σύμβαση συνομολογήθηκε τον Ιούνιο του 2000. Μέχρι τα μέσα Ιουλίου του 2000 το σύνολο των παραγγελθέντων προϊόντων ήταν στην κατοχή της Ενάγουσας. Η Ενάγουσα την 1η.8.2000 πώλησε τέσσερις εξ αυτών στην τελική καταναλωτή. Μια εκ των τεσσάρων καρέκλων ήταν και η επίδικη, για την οποία υφίσταται ο ισχυρισμός ότι ήταν ελαττωματική.
Στην υπό κρίση υπόθεση δεν έχει προσφερθεί μαρτυρία για την ποιότητα ή ανθεκτικότητα ή ελαττωματικότητα της επίδικής καρέκλας. Το γεγονός ότι μια καρέκλα του ίδιου είδους με την επίδικη δεν πέτυχε σε όλες τις εξετάσεις που υποβλήθηκε από τον ΜΕ2, δεν μπορεί να οδηγήσει σε εύρημα ότι και η επίδικη ήταν ελαττωματική. Άλλωστε, δεν έχει τεθεί ισχυρισμός ότι και οι 200 καρέκλες που αγοράστηκαν από την Ενάγουσα ήταν ελαττωματικές. Αντίθετα ο ισχυρισμός στην παρούσα αγωγή ήταν ότι η επίδικη καρέκλα, η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο της αγωγής XXXXX/04, ήταν ελαττωματική. Συνεπώς, η Ενάγουσα όφειλε να προσκομίσει μαρτυρία σε σχέση με την ελαττωματικότητα ή όχι της επίδικης καρέκλας. Το γεγονός ότι η ελαττωματικότητα της επίδικης αποτέλεσε επίδικο γεγονός στην αγωγή XXXXX/04 του Ε/Δ Λευκωσίας, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, δεν μπορεί να επηρεάσει τα πράγματα στην παρούσα και απαιτείτο να προσκομιστεί μαρτυρία σχετικά. Η αποτυχία της Ενάγουσας να προσκομίσει μαρτυρία σε σχέση με την ελαττωματικότητα της επίδικης καρέκλας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή απέτυχε να αποδείξει τον ισχυρισμό της.
Ακόμα, όμως, και να εξέταζα το ισχυρισμό περί ελαττωματικότητας με βάση τη μαρτυρία του ΜΕ2, γενικεύοντας το συμπέρασμά του και στην επίδικη καρέκλα, θα κατέληγα στο ίδιο συμπέρασμα. Συγκεκριμένα, μέσα από τη μαρτυρία της Ενάγουσας προσδιορίστηκε ότι η ισχυριζόμενη ελαττωματικότητα έγκειτο στο ότι η καρέκλα που εξετάστηκε δεν αντεπεξήλθε στους ελέγχους ποιότητας με βάση το πρότυπο ΕΝ 1728 : 2001. Ειδικότερα η καρέκλα, η οποία εξετάστηκε δεν ανταποκρίθηκε στη δοκιμή κόπωσης καθίσματος και πλάτης.
Στο σύγγραμμα των Ε. Χατηνέστορος και Γ. Χαραλάμπους Κυπριακό Δίκαιο Πώλησης Αγαθών και Προστασίας Καταναλωτή, 1η έκδοση, σελ. 204, με αναφορά στο σύγγραμμα Benjamin's Sale of Goods 7η έκδοση, καταγράφεται η θέση ότι :
«η καταλληλότητα και η ποιότητα εξετάζονται κατά τον χρόνο που μεταβιβάζεται ο κίνδυνος στα αγαθά. Εάν ο κίνδυνος μεταβιβάστηκε στον αγοραστή, τότε ο αγοραστής δεν μπορεί να παραπονεθεί ότι τα αγαθά έχουν καταστεί μη αποδεκτής ποιότητας.»
Η ίδια περίπου θέση καταγράφεται και στην 10η έκδοση του συγγράμματος Benjamin's Sale of Goods, στο κεφάλαιο 11, στον τίτλο Quality and Fitness for Purpose, παράγραφος 11-044, με τίτλο Time element, ως ακολούθως :
«In view of the connections between the duties under s.14 and the passing of risk, it seems reasonable to say that the goods must be of the quality requisite under s.14 at the time of the passing of property, or, where property and risk are separated, at the time of the passing of risk, either of which may be at the time of delivery, unless there are other indications.»
Περαιτέρω, διαφωτιστική είναι η απόφαση στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Στυλιανού (1992) 1 ΑΑΔ 541. Η πιο πάνω απόφαση κρίθηκε με βάση τον καταργηθέντα περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμο (ΚΕΦ.267). Εντούτοις, η πιο πάνω υπόθεση μπορεί να είναι διαφωτιστική, καθότι σε αυτή κρίθηκε το ζήτημα του κρίσιμου χρόνου που λαμβάνεται υπόψη για την κρίση περί ελαττωματικότητας. Συγκεκριμένα στην πιο πάνω απόφαση κρίθηκε ότι :
«η αγωγή θα έπρεπε να είχε απορριφθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο, γιατί η μαρτυρία που είχε δοθεί στην υπόθεση, όχι μόνο δεν θα έπρεπε να είχε ικανοποιήσει το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο εφεσίβλητος / ενάγοντας είχε αποδείξει ότι η κακή κατάσταση του εμπορεύματος υφίστατο κατά την ώρα της μεταβίβασης της κυριότητας αλλά, αντίθετα, φαινόταν ως πολύ πιο πιθανό η αλλοίωση των σταφυλιών να είχε ακολουθήσει και επισυμβεί τις μέρες μετά την εξόφληση της τιμής και μέχρι την εκκοπή του εμπορεύματος.
( υπογράμμιση δική μου)
Προκύπτει, συνεπώς, ότι η Ενάγουσα είχε υποχρέωση να αποδείξει ότι η ακαταλληλότητα υφίστατο κατά τον χρόνο μεταβίβασης της κυριότητας της επίδικης καρέκλας. Στην υπό κρίση υπόθεση η όλη θέση περί ελαττωματικότητας περιστράφηκε γύρω από τη μη συμμόρφωση της εξετασθείσας καρέκλας με το συγκεκριμένο πρότυπο ποιότητας, ήτοι το ΕΝ 1728 : 2001.
Όμως, το πιο πάνω πρότυπο ποιότητας τέθηκε σε ισχύ μετά την πώληση των επίδικων καρέκλων. Επομένως, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη τυχόν ανεπάρκεια της εξεταζόμενης καρέκλας να επιτύχει σε πρότυπο ποιότητας, το οποίο θεσπίστηκε μετά τη πώλησή της. Παράλληλα δεν υφίσταται μαρτυρία σε σχέση με το πρότυπο ποιότητας που υφίστατο κατά τον χρόνο πώλησής της. Συνεπώς, δεν υφίσταται μαρτυρία σε σχέση με την καταλληλόλητα ή ακαταλληλότητα της εξεταζόμενης καρέκλας κατά τον χρόνο πώλησης ή μεταβίβασης της κυριότητας ή μεταβίβασης του κινδύνου.
Συνακόλουθα, αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε στον απαιτούμενο βαθμό ο ισχυρισμός περί ελαττωματικότητας της επίδικης καρέκλας.
Ο ισχυρισμός περί αμέλειας.
Η έννοια της αμέλειας έχει καταστεί αντικείμενο ενδελεχούς νομολογιακής ανάλυσης και η έννοια της έχει διασαφηνιστεί από τη Νομολογία. Στην απόφαση Ξενοφώντος ν. Zoo Bar (ανωτέρω), συγκεφαλαιώθηκαν οι σχετικές αρχές ως ακολούθως:
«Το καθήκον επιμέλειας, η διάρρηξη του καθήκοντος αυτού και η επέλευση ζημιάς ως αποτέλεσμα αποτελούν τα τρία κλασσικά συστατικά ή παράγοντες που ο ενάγων πρέπει να αποδείξει για να στοιχειοθετήσει ισχυριζόμενη αμέλεια εκ μέρους του εναγομένου. Δεν είναι όμως η έλευση κάθε ζημιάς από τρίτο που καθιερώνει αξίωση αμέλειας. Κατά τη νομολογιακή προσέγγιση της έννοιας της αμέλειας είναι απαραίτητη πρωταρχικά η απόδειξη ότι το άτομο, φυσικό ή νομικό, που προκάλεσε τη ζημιά, όφειλε καθήκον επιμέλειας, έναντι του ζημιωθέντος («duty of care») που περικλείεται στη ρήση του Lord Atkin στην πασίγνωστη υπόθεση Donoghue v. Stevenson (1932) AC 562, με τη χρήση της έννοιας ή κριτηρίου του γείτονα («neighbour principle»). Όπου πρόσωπο βρίσκεται σε τέτοια γειτνίαση με άλλο ώστε το τελευταίο να αντιλαμβάνεται ως θέμα εύλογης αποτίμησης των δεδομένων («reasonable foreseeability»), ότι πράξη ή παράλειψη του πιθανόν να επιφέρει στο πρώτο ζημιά, τότε αναδύεται καθήκον επιμέλειας.»
Επίσης, στην απόφαση Ιωαννίδης Λάμπρος ν. Mάριου Καλλία, ως Παραλήπτη και Διαχειριστή της Intercosmetics Ltd, (2011) 1 Α.Α.Δ. 1522, κρίθηκε ότι και ο διανομέας υπέχει καθήκον επιμέλειας σε σχέση με προϊόντα που θέτει σε κυκλοφορία. Το καθήκον, όμως, του διανομέα είναι στενότερο από το καθήκον επιμέλειας του κατασκευαστή.
Περαιτέρω, στο ζήτημα της κυκλοφορίας κατ΄ ισχυρισμόν ελαττωματικών προϊόντων, διαφωτιστικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν από τον Lord Macmillan, στη θεμελιακή υπόθεση Donοghue v. Stevenson [1932] A.C. 562, σελ. 622, ως ακολούθως :
"The burden of Proof must be always be upon the injured party to establish that the defect which caused the injury was present in the article when it left the hands of the party whom he sues."
Η ίδια θέση εκφράζεται και στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 17η έκδοση, στη σελίδα 501, στο οποίο παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος της Εναγόμενης και έχει υιοθετηθεί από τον αδελφό Δικαστή Χ. Φιλίππου στην αγωγή 5488/2009 του Ε/Δ Λεμεσού. Σχετικά στο εν λόγω σύγγραμμα καταγράφονται τα ακόλουθα σχετικά :
«Τhere will be no liability if the chattel was not dangerous at the time when the defendant parted with it and had no reason to anticipate that it would become dangerous. It is for the plaintiff to prove that the article was defective at the time it left the manufacturer.».
Προκύπτει, συνεπώς, ότι προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση του αστικού αδικήματος της αμέλειας εκ μέρους του κατασκευαστή ή του ενδιάμεσου διανομέα ή πωλητή, είναι η απόδειξη πως η ελαττωματικότητα υπήρχε κατά τον χρόνο που το προϊόν έφυγε από τον κατασκευαστή ή διανομέα.
Στην υπό κρίση υπόθεση, όπως έχει εξηγηθεί ανωτέρω, δεν έχει αποδειχθεί ότι η κατ' ισχυρισμόν ελαττωματικότητα του προϊόντος υφίστατο κατά τον χρόνο που αυτό πωλήθηκε στην Ενάγουσα. Συνακόλουθα, κρίνω ότι η Ενάγουσα έχει αποτύχει να αποδείξει την επικαλούμενη αμέλεια της Εναγόμενης.
Ο ισχυρισμός για ψευδείς παραστάσεις
Στην Έκθεση Απαίτησης η Ενάγουσα προσδιορίζει ότι συνήψε τη επίδικη αγορά καρεκλών, μέρος των οποίων ήταν και η επίδικη, κατόπιν ψευδών παραστάσεων της Εναγόμενης.
Η έννοια της ψευδούς παράστασης ερμηνεύτηκε στην πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Ραπτόπουλος ν. Alpha Bank Ltd Πολ., Έφεση 337/11, ημερομηνίας 11.4.2017, ως ακολούθως :
«Το βασικό στοιχείο της ψευδούς παράστασης είναι η θετική βεβαίωση κάποιου γεγονότος που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και ως αποτέλεσμα της οποίας το αθώο μέρος συνομολογεί σύμβαση με το μέρος που προέβη στην αναληθή παράσταση (βλ. σύγγραμμα «Το Δίκαιο των Συμβάσεων» Π. Πολυβίου Τόμος Α σελ. 333, 334).»
Στην υπό κρίση υπόθεση η αποτυχία της Ενάγουσας να στοιχειοθετήσει ότι η επίδικη καρέκλα ήταν ελαττωματική κατά τον χρόνο που πωλήθηκε δεν αφήνει περιθώριο για να εξαχθεί εύρημα περί ψευδούς παράτασης σε σχέση με την ποιότητα της επίδικης καρέκλας.
Κατάληξη
Συνεπακόλουθα της πιο πάνω κατάληξής μου η αγωγή απορρίπτεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της Εναγομένης και εναντίον της Ενάγουσας, όπως υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
............
Μ. Χριστοδούλου, Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ